σωτήριος

σωτήριος
σωτήρ-ιος, ον,
A saving, delivering,

αὐγαὶ ἡλίου A.Supp.213

, cf. Th.3.53, Pl.Plt.311a, etc.;

θεοί BGU 362v 1

(iii A.D.); of symptoms, betokening recovery, Hp.Aph.7.37;

ὀλιγοχρόνιόν τε καὶ σωτήριον δηλοῖ τὸ νόσημα Gal.9.574

; ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου hope of seed to preserve or perpetuate the race, A.Ch. 236; δέχεσθαι τὸν ἱκέτην σωτήριον who brings safety to our state, S.OC 487 codd.
b c. dat., bringing safety or deliverance to . . , ὕδωρ ἰχθύσι ς. Heraclit.61; ἄριστα καὶ πόλεις. A.Th.183, cf. Ch.505, E.Heracl.402, Ph.918;

νηυσίν τε καὶ ναύτῃσιν IG12(8)

p.x (Thasos, vi/V B.C.): also c. gen., τῆς βασιλικῆς ἀρχῆς ς. Pl.Ep.354b, cf. Arist.Pol.1314a13: [comp] Comp. and [comp] Sup.,

τὸ πείθεσθαι σωτηριώτερον αὐτοῖς X.Mem.3.3.10

;

ἵππος -ώτατος τῷ ἀναβάτῃ Id.Eq.3.12

.
2 of persons, much like σωτήρ, E. Or.657, Ba.965, etc.; θεοί, Ζεὺς ς., S.El.281, Fr.425: c. dat., Th.7.64; [Ἑλένη] ναυτίλοις ς. E.Or.1637: c. gen. pers.,

τάχ' ἂν γενοίμεθ' αὐτοῦ . . σωτήριοι S.Aj.779

.
II as Subst., σωτήρια, τά, deliverance, safety,

τἀκείνου σωτήρια Id.El.925

(so

σ. πράγματα A.Ag.646

); ἡ ἐλπὶς τῶν ς. Arist.Rh.1383a17: also in sg., ἔρυμα τῆς χώρας καὶ πόλεως ς. A.Eu.701;

ἐπινοεῖν τι σ. τοῖς παροῦσι Luc.JTr.18

, cf. DMeretr.9.3.
2 σωτήρια (sc. ἱερά) τά, a thank-offering for deliverance,

σ. θύειν θεοῖς X.An.3.2.9

, 5.1.1, cf. Marm.Par.7, etc.;

σ. ἄγειν Luc.Herm. 86

; σ. τοῦ βασιλέως πανηγυρίζειν for his escape,
Hdn.1.10.7; of a festival at Delphi, commemorating the retreat of the Gauls, SIG402.5 (iii B.C.), etc.
3 physician's fee, Poll.6.186.
4 public privy, at Smyrna, AP9.642 (in lemmate), Suid.
III Σωτήριος (sc. μήν), , also written Σωτήρειος, name of a month, PLond.2.141 (i A.D.), PFlor. 55 (i A.D.), etc.
IV Adv.

-ίως Antip.Stoic.3.256

, Ph.2.12
, al., Plu.Luc.5, S.E.M.9.113, etc.; σ. ἔχειν to be capable of recovery, Plu. 2.918d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σωτήριος — saving masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωτήριος — α, ο / σωτήριος, ία, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. σουτείριος Α [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή κατάσταση, κίνδυνο, καταστροφή (α. «σωτήρια η παρέμβαση τών γιατρών» β. «καλοῡμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», Αισχύλ.) 2. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • σωτήριος — α, ο 1. που σώζει, ο πρόξενος σωτηρίας, ο απολυτρωτικός. 2. φρ., «το σωτήριο έτος τάδε», το έτος που αριθμείται από τη γέννηση του Χριστού, του Σωτήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βαλέριος, Σωτήριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Μεσολόγγι και πήρε μέρος και στις τρεις πολιορκίες του. Στη διάρκεια της τελευταίας έχασε τον πατέρα του και δύο αδελφούς του …   Dictionary of Greek

  • Δημητρίου, Σωτήριος — (Θεσπρωτία 1955 –). Λογοτέχνης. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και εργάζεται. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1985 με την έκδοση και κυκλοφορία της πρώτης ποιητικής… …   Dictionary of Greek

  • Κροκιδάς, Σωτήριος — (Σικυώνα 1852 – Περιγιάλι Κορινθίας 1924). Νομομαθής και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία, όπου ειδικεύτηκε στο εμπορικό δίκαιο. Το 1880 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε υφηγητής του εμπορικού… …   Dictionary of Greek

  • Λιάτσης, Σωτήριος — (Καστανίτσα Κυνουρίας 1876 – 1938). Δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε αρχικά στην πειραιώτικη εφημερίδα Πρόνοια και από το 1885 στις ημερήσιες ελληνικές εφημερίδες Τηλέγραφος και Ομόνοια της Αιγύπτου. Το 1891 διορίστηκε διευθυντής της Μεταρρύθμισης και …   Dictionary of Greek

  • Ρακέτι, Σωτήριος-Μαρία Γκουέρα — (Rachetti, 1831). Ιταλός πολιτικός πρόσφυγας που είχε καταφύγει στα Επτάνησα. Ο Ρ. ήταν καρμπονάρος, γι’ αυτό και διώχτηκε από τον βασιλιά Φερδινάνδο της Νεάπολης. Στα Επτάνησα ζούσε αρχικά παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα νομικών στη Ζάκυνθο,… …   Dictionary of Greek

  • Σπανός, Σωτήριος — Αγωνιστής του 1821 από το Κρανίδι της Αργολίδας. Αναφέρεται και με το όνομα Σπανοθανάσης. Έπεσε πολεμώντας στην Κόρτεσα (29 Νοεμβρίου 1822) …   Dictionary of Greek

  • Σωτηρόπουλος, Σωτήριος — Πολιτικός (Ναύπλιο 1831 Αθήνα 1898). Σπούδασε νομικά. Ασχολήθηκε με την πολιτική και εκλέχτηκε πληρεξούσιος Τριφυλίας στην Εθνοσυνέλευση του 1863. Διακρίθηκε ιδιαίτερα για τις οικονομικές του μελέτες και για το προσόν του αυτό, το 1864. στην… …   Dictionary of Greek

  • σωτηριώτερον — σωτήριος saving masc acc comp sg σωτήριος saving neut nom/voc/acc comp sg σωτήριος saving adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”